- οτομοτρίς
- το και η (άκλ., λ. γαλλ.), αυτοκινητάμαξα, τρένο επιβατικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οτομοτρίς — και ωτομοτρίς, το (άκλ. ουσ.) σιδηροδρομική αυτοκινητάμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. automotrice, θηλ. τού επιθ. automoteur] … Dictionary of Greek
αυτοκινητάμαξα — η 1. σιδηροδρομικό όχημα εφοδιασμένο με κινητήρες ντήζελ και με θέσεις για τη μεταφορά επιβατών 2. σιδηροδρομικός συρμός (οτομοτρίς) με κινητήριο όχημα και ρυμουλκούμενα με θέσεις επιβατών … Dictionary of Greek
ωτομοτρίς — η, Ν άκλ. βλ. οτομοτρίς … Dictionary of Greek
άμαξα — η 1. τροχοφόρο μεταφορικό μέσο που το σέρνουν άλογα και χρησιμεύει κυρίως για μεταφορά ανθρώπων: Πήγαν περίπατο με την άμαξα. 2. οποιοδήποτε τροχοφόρο όχημα: Πήγαν με την αυτοκινητάμαξα (το οτομοτρίς). 3. φρ., «Άκουσα τα εξ αμάξης», άκουσα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτοκινητάμαξα — η τρένο επιβατικό, οτομοτρίς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ωτομοτρίς — το βλ. οτομοτρίς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)